ολάνοιχτος

ολάνοιχτος
-η, -ο
ο ολότελα ανοιχτός, ορθάνοιχτος: Άφησες το παράθυρο ολάνοιχτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολάνοιχτος — και ολάνοικτος, η, ο ο εντελώς ή διάπλατα ανοιχτός, ο ορθάνοιχτος («δάσκαλε, πάμε ολάνοιχτος μάς καρτερεί κι ο ναός», Παλαμ.). επίρρ... ολάνοιχτα τελείως ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ανοιχτός] …   Dictionary of Greek

  • πεντάνοιχτος — ή, ο ο εντελώς ανοιχτός, ολάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ανοιχτός / ανοικτός] …   Dictionary of Greek

  • διάπλατος — η, ο επίρρ. διάπλατα ολάνοιχτος, ανοιχτός σε όλο το πλάτος: Μην αφήνεις την εξώπορτα διάπλατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”